φυτονόσος

φυτονόσος
η
ασθένεια των φυτών που οφείλεται σε προσβολή ζωικών ή φυτικών παρασίτων ή σε μη ευνοϊκές συνθήκες του περιβάλλοντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυτονόσος — η, Ν ασθένεια τών φυτών που οφείλεται είτε σε προσβολή τους από ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς ή από ιούς είτε σε δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • πράσινος — η, ο / πράσινος, η, ον και πράσινος, ον, ΝΑ [πράσον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου, τού νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη τού κίτρινου και τού κυανού 2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν) το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή …   Dictionary of Greek

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • σεπτοσπορίαση — η, Ν (φυτοπαθ.) φυτονόσος προκαλούμενη σε καλλιεργούμενα φυτά από τον μύκητα σεπτόρια …   Dictionary of Greek

  • σηψιρριζία — η, Ν 1. βοτ. το σάπισμα τών ριζών τών φυτών, φυτονόσος κατά την οποία συντελείται η αποσύνθεση τών ιστών τής ρίζας τών φυτών και η οποία προκαλείται από πολλά είδη μυκήτων 2. φρ. «ξηρή συψιρριζία» βοτ. ασθένεια τών εσπεριδοειδών που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… …   Dictionary of Greek

  • τριστέζα — και τριστέτζα, η, Ν (φυτοπαθολ.) καταστρεπτική φυτονόσος που προσβάλλει τα εσπεριδοειδή και οφείλεται σε ιό …   Dictionary of Greek

  • φουζαρίωση — το, Ν (φυτοπαθ.) φυτονόσος που προκαλείται από τα διάφορα είδη φουζαρίου, προσβάλλει την πατάτα, την ντομάτα κ.ά. φυτά και έχει ως αποτέλεσμα τη σήψη τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουζάριο + κατάλ. ίωση (< ρ. σε ιώ / ιώνω), πρβλ. σκολ ίωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”